Πάντα υπάρχουν σεμνοί, ανιδιοτελείς άνθρωποι οι οποίοι αισθάνονται το χρέος της διάσωσης από τη λήθη ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν στον τόπο τους, στις αμμουδιές των παιδικών τους χρόνων. Γι’ αυτό αφηγούνται ιστορίες που ζουν δια μέσου της προφορικής παράδοσης οι οποίες σήμερα είναι πολύ σημαντικές για τους ειδικούς αλλά και για εκείνους τους ανθρώπους που διαθέτουν διευρυμένους ορίζοντες στην εκδρομή των προσωπικών τους αξιών.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους της προφορικής Ιστορίας είναι και ο Ναξιώτης Κυριάκος Σαλτερής από το Καστράκι και Μικρή Βίγλα Πολιχνίου. Ο Κυριάκος απόγονος αγωνιστών μεταφέρει στη μνήμη του, σαν να είχε δει με τα ίδια του τα μάτια μια σκληρή περιπέτεια κάποιων Αμοργιανών. Κατόπιν δικής μου επίμονης παράκλησης δέχθηκε να γραφτούν δημοσίως οι ιστορικές πληροφορίες του, με την απόλυτη ακρίβεια που εκείνος τις έμαθε από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, χωρίς τις λίγες προσμείξεις που κάποτε λανθασμένα μου είπαν άλλοι άνθρωποι.
Δευτέρα, μετά το μεσημέρι. Οκτώ ημέρες πριν από την 28η Οκτωβρίου. Η συνάντηση στη Χώρα με τον Κυριάκο Σαλτερή, με σκοπό την ενεργοποίηση του γεγονότος με ερωτήσεις και απαντήσεις με τις οποίες θα παρουσιασθούν όλα τα μέρη, ένα-ένα μέσα στη συνολική ιστορία. Την ιστορία του Αμοργιανού καπετάνιου Παντελή Βεκρή, με το προσωνύμιο Χάρος, γιατί ήταν πολύ μελαμψός, του τριαντάμετρου, καινούργιου ξύλινου καραβιού, των τεσσάρων μελών του πληρώματός του αλλά και την αγωνιστικότητα της οικογένειας Αντώνη Σαλτερή- Προεριστού (σ.σ. Τον αποκαλούσαν Προεριστό γιατί ήταν έμπιστος και γερός σαν βράχος), μαζί με τα παιδιά του στη μεγάλη σκηνή του αγώνα της Μικρής Βίγλας στη Νάξο.
Άνοιξη του 1943. Η μεγάλη ανατροπή! Λαύριο. Με αυτά τα λόγια άρχισε την αφήγηση ο Κυριάκος Σαλτερής. Το ολοκαίνουργιο ξύλινο καμάρι και καλοτάξιδο με όλους τους καιρούς, πλοίο με καπετάνιο τον Παντελή επρόκειτο να φορτώσει εμπορεύματα με ναύλο προς τα νησιά του Αιγαίου. Συνεχίζει ο Κυριάκος το ξεδίπλωμα της ιστορίας που άκουσε από τον θείο του Γιώργη, τον πατέρα του Ηλία και τον θείο του Μιχάλη, με τις ερωτήσεις μου να τον διακόπτουν σε κάθε στροφή της αφήγησής του. Διακοπές, διότι υπάρχουν κάποιες στιγμές στη συζήτηση που μία λέξη ή λεπτομέρεια που φαίνονται αδιάφορες, μπορούν σαν ξαφνική αστραπή να φωτίσουν όλο το τοπίο με ένταση, με παλμό, αγωνία, δράση, σαν να είμαστε κι εμείς εκεί μαζί με τους πρωταγωνιστές του ιστορικού γεγονότος στη Μικρή Βίγλα.
Και τη στιγμή που ήταν όλα έτοιμα για τη φόρτωση, η γερμανική φρουρά του Λαυρίου ανακοινώνει στον καπετάν – Παντελή την απόφαση επίταξης του καραβιού του. Μαύρα φίδια τον ζώσανε στο άκουσμα της διαταγής. Ήρθε το τέλος μας, είπε στους ναύτες του. Δύο μέρες φορτώνανε περίπου 200 βαρέλια γαλβανιζέ με στεφάνι που περιείχαν βενζίνη ( 200 λίτρα το καθένα) και άλλα 200 περίπου χοντρά σιδερένια με πετρέλαιο ( 250 λίτρα το καθένα). Όλα με μικρές, χοντρές τάπες.
Το ευρύχωρο πλοίο με τη συνοδεία τεσσάρων- πέντε, βαριά οπλισμένων Γερμανών, σαλπάρει από το Λαύριο για τα Δωδεκάνησα, ώστε να εφοδιαστούν οι καταχτητές με τους 90 τόνους καυσίμων για τις πολεμικές τους επιχειρήσεις.
- Κυριάκο, σε ποιο ακριβώς σημείο βλέπεις την πολύ δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο καπετάν- Παντελής;
- “Α, δεν κατάλαβες. Το Αιγαίο και κυρίως ανοιχτά της Νάξου προς το Ικάριο Πέλαγος και μέχρι την Κρήτη βρισκόταν υπό την επιτήρηση της αεροπορίας των Εγγλέζων. Η αεροπορία τους στις αερομαχίες είχε την υπεροχή στο Αιγαίο. Αυτό το ήξερε πολύ καλά ο καπετάν-Παντελής πως δεν είχε από δω και πέρα καμία ελπίδα η ζωή τους και το πλοίο. Θα τους βομβάρδιζαν οι Εγγλέζοι κάποια στιγμή και προτού ακόμη φτάσουν στα Δωδεκάνησα. Ήταν σούρουπο, όταν το καραβάκι, μετά από δέκα ώρες έφτασε έξω από τη Στελίδα της Νάξου. Ο καπετάν- Παντελής είχε την πεποίθηση ότι το πρωί στα νότια οπωσδήποτε θα το βούλιαζαν οι Εγγλέζοι. Έτσι, σκάρωσε ένα έξυπνο σχέδιο. Εγώ θα πάω να κάνω πως κοιμάμαι, είπε σε έναν από τους τέσσερις ναύτες του, κι εσύ θα φουντάρεις το καράβι στην αμμουδιά της Μικρής Βίγλας, απέναντι από το νησί της Παρθένας. Ξέρεις πολύ καλά που είναι. Τώρα εγώ θα πω στους Γερμανούς πως δεν αντέχω άλλο. Θα τους πω, δύο μέρες μ’ έχετε ταλαιπωρήσει άγρυπνο. Θα πάω να κοιμηθώ λίγο και θα αφήσω στο τιμόνι εσένα, για να γλυτώσουμε εμείς και το καράβι”.
Έτσι κι έγινε. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Δεν υπήρχε φεγγάρι, συνέχισε ο Κυριάκος Σαλτερής. Ξεκίνησαν, λοιπόν, από τη Στελίδα γιαλό-γιαλό και μόλις έφτασαν στη Μικρή Βίγλα, ο ναύτης στρίβει το καραβάκι αριστερά και το ξενέρωσε, χωρίς αυτό να μπατάρει, ανατολικά της νήσου της Παρθένας, στη χερσόνησο της Βίγλας εκεί που σήμερα είναι το σέρφινγκ. Λίγα βαρέλια από το μεγάλο φορτίο που ήταν στο κατάστρωμα έπεσαν στη θάλασσα. Οι Γερμανοί άρχισαν να φωνάζουν. Αλλά και ο καπετάνιος παίζοντας θέατρο, άρχισε κι αυτός να φωνάζει στον ναύτη που έριξε από τη στραβωμάρα του το σκάφος στην άμμο.
Ο καπετάν-Παντελής Βεκρής γνώριζε από παλιά τον παππού μου Αντώνη Σαλτερή τον Προεριστό. Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ, αφού διαπίστωσαν ότι το καράβι δεν είχε πάθει ζημιά, άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Οι Γερμανοί διέταξαν τον καπετάνιο να μείνει εκεί, μέχρι να ρυμουλκήσουν το πλοίο. Και μετά πήγανε στη στάνη του Προεριστού. Εκεί ήταν ο θείος μου ο Γιώργης, ο μεγαλύτερος γιος του παππού μου Αντώνη και ο θείος μου ο Νικόλας με το προσωνύμιο Μαστρός. Έμεναν σε διαφορετικά σπιτάκια και το κάθε παιδί νόμιζε πως οι Γερμανοί χτυπούσαν τον άλλον αδελφό του. Οι Γερμανοί, λοιπόν, ρωτούσαν πού έπεφτε η πόλη, για να μιλήσουν με την κομαντατούρα, ώστε να δουν τι πρέπει να κάνουν. Ο Νικόλας Σαλτερής τους πήγε στον Ορκό και τους έδειξε τον δρόμο προς τη Χώρα.
Στη συνέχεια ο καπετάν – Παντελής Βεκρής είπε στους θείους μου Γιώργη και Νικόλα ότι οι Γερμανοί ήθελαν να ρυμουλκήσουν το καράβι και ότι δε θα είχε πια καμία τύχη. Τότε ήταν που τον ρώτησε ο Γιώργης: Το καράβι σου το θες; Κι εκείνος απάντησε: Το τομάρι μας να σώσουμε.
Ο Γιώργης με το Νικόλα του είπανε: Να βγάλουμε μερικά βαρέλια από το αμπάρι και να τα κρύψουμε στην άμμο. Κι ο καπετάνιος είπε : Αλλά θα τα δουν οι Γερμανοί και θα μας σκοτώσουν. Ο Γιώργης του απάντησε ότι δεν πρόκειται να καταλάβουν τίποτα, γιατί θα προλάβουμε να τα βγάλουμε εγκαίρως από το αμπάρι. Και τα άλλα βαρέλια στο κατάστρωμα θα τα αφήσουμε να φαίνονται, για να τα δουν οι Γερμανοί και να μην καταλάβουν ότι πήραμε πολλά. Το πρωί θα περάσουν τα εγγλέζικα αεροπλάνα και θα το βομβαρδίσουν, μόλις δουν το καράβι με τα βαρέλια στο κατάστρωμα. Κι έτσι δέχτηκε.
Φυσικά ο καπετάν- Παντελής Βεκρής, ο Χάρος, ο Αμοργιανός δεν γνώριζε τίποτα για τους δύο Εγγλέζους ασυρματιστές που έδιναν πληροφορίες στο Γενικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, για όλες τις κινήσεις των καταχτητών στη στεριά και στη θάλασσα. Υπήρχε απόλυτη μυστικότητα! Τους δύο Εγγλέζους ασυρματιστές τους προστάτευε ο παππούς μου Αντώνης Σαλτερής μαζί με τους πέντε γιους του στις σπηλιές της Μικρής Βίγλας, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τη δική τους αλλά και της υπόλοιπης οικογένειας που δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτούς τους ασυρματιστές είχαν βασανιστεί από τους Γερμανούς δύο φορές και για μέρες, γιατί είχαν υποψιαστεί ότι κάτι συμβαίνει εκεί. Αλλά άντεξαν, ακόμη και οι μικροί γιοι του και δεν τους πήραν λέξη!
Αμέσως αποφάσισαν ο Γιώργης και ο Νικόλας Σαλτερής, με τη συγκατάθεση, βέβαια, του πατέρα τους Αντώνη, να ξεφορτώσουν μαζί με το πλήρωμα όσο περισσότερα βαρέλια μπορούσαν, μαζί με εκείνα που ήταν πεσμένα στο νερό. Γι’ αυτό ο Γιώργης και ο Νικόλας φώναξαν τα μικρότερα αδέλφια τους, τον Γιάννη, τον Μιχάλη και τον πατέρα μου, τον Ηλία για να βοηθήσουν στο ξεφόρτωμα. Ο Γιώργης έδινε εντολές στα μικρότερα αδέρφια του και αυτά συνεργάζονταν σε ό,τι έπρεπε να γίνει.
Πολλά βαρέλια από αυτά που βρίσκονταν στα αμπάρια τα ξεφόρτωσαν οι Σαλτερήδες μαζί με το πλήρωμα και τα έθαψαν στην άμμο. Ο καπετάν Παντελής τους είπε ότι θα δουν τα ίχνη που άφησαν από την φρεσκοσκαμμένη άμμο και θα μας υποψιαστούν. Τότε του είπε ο Γιώργης ότι δεν πρόκειται να καταλάβουν τίποτα. Μόλις τελειώσουμε, ο Ηλίας και ο Μιχάλης θα φέρουν γρήγορα τα κοπάδια, να περάσουν τα ζώα μια- δυο φορές, για να σβηστούν όλα τα ίχνη και δε θα καταλάβουν τίποτα.
Ξημέρωνε. Δεν πρόλαβαν ο Ηλίας και ο Μιχάλης να φέρουν τα κοπάδια, τους βοήθησε ο Θεός και φύσηξε δυνατός βοριάς, ενώ πριν ήταν μπονάτσα, το καράβι μπάταρε και έπεσαν και άλλα βαρέλια από το κατάστρωμα στη θάλασσα. Έβγαλε δυνατό κύμα και σβήστηκαν τα ίχνη από τη φρεσκοσκαμμένη άμμο. Έτσι δε χρειάστηκε να περάσουν τα κοπάδια. Και την ώρα που οι θείοι μου ο Γιώργης, ο Νικόλας και ο Γιάννης έβγαζαν τα βαρέλια, είχαν ήδη συνεννοηθεί κρυφά, χωρίς να το ξέρει κανείς, με τον Εγγλέζο ασυρματιστή να ενημερώσει τα αεροπλάνα. Η απόφαση ήταν να βομβαρδίσουν οι Εγγλέζοι το καράβι.
Εν τω μεταξύ κατά τις 9:00 το πρωί έφτασαν οι Γερμανοί που συνόδευαν το πλοίο μαζί με άλλους Γερμανούς από το Κομαντατούρο της Χώρας και έφεραν στην παραλία με τη βία όλους τους κατοίκους των γύρω περιοχών που ήταν σε διάφορες αγροτικές δουλειές της Μικρής Βίγλας και των Αμμουδάρων και άλλων περιοχών, για να φέρουν το βαπόρι στα ίσα, φορτώνοντάς το από τη σηκωμένη μπάντα με όσα βαρέλια είχαν πέσει στη θάλασσα κι έτσι να έρθει στα ίσα του. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο, να μην βομβαρδίσουν τα εγγλέζικα αεροπλάνα, αφού βρίσκονταν εκεί πάρα πολλοί κάτοικοι γύρω από το πλοίο.
Εκείνη την ώρα ήρθαν και τα εγγλέζικα αεροπλάνα, τα οποία έκαναν τρεις προειδοποιητικές στροφές πάνω από το βαπόρι, ώστε να φύγουν οι κάτοικοι. Οι Γερμανοί φώναζαν στους Ναξιώτες να μείνουν εκεί και τους κρατούσαν με τα όπλα. Αλλά ο κόσμος έσπασε και άρχισαν να τρέχουν προς τις σπηλιές της Βίγλας, για να σωθούν από τον βομβαρδισμό. Μαζί τους πήγαν και οι Γερμανοί, για να σωθούν. Ακολούθησε, βέβαια, και το πλήρωμα, ενώ ένας Γερμανός έτρεξε στον απέναντι λόφο για να κτυπήσει τα δύο αεροπλάνα με το οπλοπολυβόλο αλλά δεν πρόλαβε. Από τον βομβαρδισμό έγιναν μεγάλες εκρήξεις. Κομμάτια από τα βαρέλια έφτασαν στη Βίγλα, στις Αμμουδάρες, μέχρι του Κλείδι, 1000 μέτρα μακριά. Κι έτσι οι Γερμανοί δεν κατάλαβαν τίποτε για τα βαρέλια που είχαν κρύψει, περίπου εκατό. Τα βαρέλια αυτά αργότερα τα χρησιμοποιούσαν στα χωριά της Νοτιοδυτικής Νάξου για αποθήκευση και για ταΐστρες και ποτίστρες των ζώων. Και οι σιδεράδες χρησιμοποιούσαν τα βαρέλια. Τα έκοβαν, τα ίσιωναν και τα έκαναν πόρτες. Ο αδελφός μου ο Γιάννης ακόμη και σήμερα έχει μερικά βαρέλια και τα χρησιμοποιεί στο χωράφι. Τόσο γερά ήταν που αντέχουν ακόμη! Τα κομμάτια του καραβιού βρίσκονταν στον βυθό μέχρι της αρχές του 1970, εκεί που είναι το σέρφινγκ. Από τα βαρέλια που σώθηκαν, το πετρέλαιο και τη λίγη βενζίνη που είχε απομείνει – γιατί η περισσότερη είχε εξατμισθεί – τα έδιναν αργότερα, όταν πια είχε τελειώσει ο πόλεμος, σε κάποιους ανθρώπους που είχαν μεγάλη ανάγκη ή αντάλλαζαν τα καύσιμα με άλλα προϊόντα. Τα καύσιμα τότε ήταν δυσεύρετα!
Μετά από δύο με τρεις μήνες ο καπετάν- Παντελής Βεκρής ο Αμοργιανός, μαζί με τον αδελφό του επέστρεψαν στη Μικρή Βίγλα και πήραν ό,τι είχε απομείνει από τις μηχανές του βομβαρδισμένου ξύλινου καραβιού το οποίο ήταν καινούργιο, κατασκευής 1940. Πάντως, δεν γνωρίζουμε το όνομα του καραβιού και ακόμη δεν είμαστε σίγουροι ότι ο καπετάν- Παντελής Βεκρής ήταν και ο ιδιοκτήτης του πλοίου, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει η εξυπνάδα του καπετάνιου που έσωσε τις ζωές του πληρώματος και τη δική του αλλά και το ότι απέτρεψε να φθάσουν τα καύσιμα στον εχθρό.
Τι έχει απομείνει από τότε στη Μικρή Βίγλα; Μια ζαχαρένια παραλία και ένα όμορφο και ήρεμο τοπίο στο νησί της Παρθένας. Όμως, στα μάτια του αναγνώστη της αφήγησης του Κυριάκου Σαλτερή για την ιστορική νύχτα στη Μικρή Βίγλα, τον Μάη του 1943, με το μπαταρισμένο ξύλινο βαπόρι με τα καύσιμα στη θάλασσα, τη γενναία αποφασιστικότητα του Γιώργη και Νικόλα Σαλτερή να δώσουν την καλύτερη διέξοδο σε μια βέβαιη τραγωδία με νεκρούς, με τη μυστικότητα των κατοίκων, με τα βαρέλια κάτω από την άμμο, με τα εγγλέζικα αεροπλάνα με τους τρεις προειδοποιητικούς κύκλους πριν από το αναπόφευκτο χτύπημα του σκάφους, ακόμη και αν το είχαν ρυμουλκήσει από την άμμο, με όλα αυτά η Μικρή Βίγλα αποκτά και μια άλλη σημασία. Είναι η σκηνή ενός μεγάλου θεάτρου όπου παίχτηκε ένα άλλο έργο, όχι αυτό της μυθοπλασίας, αλλά μιας πραγματικότητας με διαβαθμίσεις, αυτοσχεδιασμούς και πολύ θαρραλέες αποφάσεις για την ελευθερία και εν τέλει τη νίκη της ζωής. Η Μικρή Βίγλα μέσα από την αφήγηση του Κυριάκου Σαλτερή γίνεται αίσθηση, μύθος και μνήμη!
Οι αδιαμφησβήτητοι μάρτυρες της ιστορίας στη Βίγλα, τα εναπομείναντα βαρέλια, διάσπαρτα σε πολλά χωριά της Νάξου μπορούν να γίνουν και αυτά οι επόμενοι αφηγητές σε ένα δημόσιο προστατευόμενο χώρο του νησιού. Η διάσωση αυτών των ιστορικών τεκμηρίων είναι και αυτή ένα χρέος των νεοτέρων προς τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν και εδραίωσαν τη νίκη της ζωής.
Ταξιδεύουμε για να γνωρίσουμε όμορφα τοπία, ωραίους ανθρώπους, τις παραδόσεις, τα έργα τους, την ιστορία τους.
Στη μνήμη του καπετάν – Παντελή Βεκρή του Αμοργιανού, του Γιώργη, του Νικόλα, του Γιάννη, του Ηλία, του Μιχάλη και του πατέρα τους Αντώνη Προεριστού, καθώς και των ναυτών του ξύλινου βαποριού στη Μικρή Βίγλα, τον Μάη του 1943.
Εγκάρδιες ευχαριστίες στον Κυριάκο Ηλ. Σαλτερή για τα πολύτιμα ιστορικά στοιχεία της αφήγησής του!
Κείμενο: Γιώργος Καρνέζης
Πηγή: naxospress.gr




































































