Ανήμερα του Άη Γιαννιού του Κληδονά και σαν σήμερα αρκετά χρόνια πίσω, στις Λέυκες των Καταπόλων, στην Αρκεσίνη, το Καμάρι, την Κολοφάνα, την Χώρα, τον Ποταμό… οι Aμοργιανοί αν και κουρασμένοι από το θέρος και τα ζώα μαζεύονταν με το σκοτείνιασμα στις λόζες των χωριών ή στην πιο ευρύχωρη αυλή και άναβαν φωτιά.
Απ’ τη φωτιά που άναβε με τα φρύγανα που είχαν για τους ξυλόφουρνους, πηδούσαν νέοι και γέροι, αγόρια και κορίτσια. Ψήλωναν τη φωτιά για τα παλικάρια, χαμήλωναν τη φωτιά για τα κοριτσόπουλα που ούτε ο αστράγαλος δεν έκανε να φανεί με το τίναγμα του φουστανιού τους. Έτσι πίστευαν πως ξόρκιζαν το κακό και κατάφερναν να αποκτούν υγεία και καλοτυχία για τα σπιτικά τους.
Την προηγούμενη μέρα είχε οπωσδήποτε προηγηθεί το γέμισμα του κανατιού με το αμίλητο νερό από ανύπαντρες κοπέλες. Η παρέα έπρεπε να γεμίσει τις λαϊνες(κανάτες) με νερό από τρεις πηγές ή από τρία σπίτια που κατοικούσε κόρη με το όνομα Μαρία. Συνόδευαν το κανάτι μέχρι το σημείο που θα άναβε η φωτιά, ώστε να μείνει ένα βράδυ στο φως του φεγγαριού. Στη διαδρομή-αλίμονο-αν συναντούσαν κανέναν αφού δεν έπρεπε να βγει λέξη από το στόμα τους και αν κάποιος κατάφερνε με το πείραγμα του να τις κάνει να γελάσουν ή να μιλήσουν το νερό χυνόταν και η διαδικασία επαναλβανόταν από την αρχή. Ανήμερα της γιορτής όλοι θα έριχναν μέσα στο φεγγαρολουσμένο κανάτι ένα προσωπικό αντικείμενο, θα το σκέπαζαν με κόκκινο πανί και θα περίμεναν μέχρι να «ανοικτεί» ο Κληδονάς, κάποιος δηλαδή από τους παλαιότερους να ανασύρει τα αντικείμενα και να πει την αντίστοιχη μαντινάδα-συνήθως σατιρική. «Ανοίξετε τον κληδωνά να βγει χαριτωμένη..του χρόνου τούτου τον καιρό θε να ’ναι παντρεμένη» λέγανε οι παλιοί και οι ανύπαντρες κοπέλες ευχόντουσαν σιωπηλά να της ζητήσει ο αγαπημένος τους μέσα στη χρονιά.
Σήμερα, οι πολιτιστικοί σύλλογοι του νησιού διατηρούν την παράδοση αναβιώνοντας το έθιμο στις κεντρικές πλατείες με την παρουσία μικρών και μεγάλων, καταλήγωντας σε νησιώτικο γλέντι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.